ἀσκαλώπας

ἀσκαλώπας
ἀσκαλώπας, , prob.
A woodcock, Scolopax ruricola, Arist.HA617b23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀσκαλώπας — ἀσκαλώπᾱς , ἀσκαλώπας woodcock masc acc pl ἀσκαλώπᾱς , ἀσκαλώπας woodcock masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασκαλώπακας — ο (Α ἀσκαλώπας) σκολόπαξ ο αγροδίαιτος, μπεκάτσα, ξυλόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ασκαλώπας, που απαντά στον Αριστοτέλη, θα πρέπει να αποτελεί διαλεκτική λ. (υπόθεση στην οποία οδηγεί το κατά πάσα πιθανότητα μακρό, ληκτικό ᾱ), προέρχεται δε από α… …   Dictionary of Greek

  • σκλούπα — και σκουλούπα και σκλώπα, η, Ν [άσκαλώπας] ζωολ. (στην Κρήτη) ονομασία διαφόρων ειδών κουκουβάγιας …   Dictionary of Greek

  • σκολόπακας — ο / σκολόπαξ, ακος, ΝΑ το πουλί μπεκάτσα («ὁ μὲν κόρυδος καὶ ὁ σκολόπαξ καὶ ὄρτυξ ἐπὶ δένδρων οὐ καθίζουσιν, ἀλλ ἐπὶ τῆς γῆς», Αριστοτ.) νεοελλ. στον πληθ. οι σκολόπακες ζωολ. γενική ονομασία παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τής οικογένειας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”